- εύπνοια
- η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη)1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοήνεοελλ.-μσν.ευάρεστη οσμή, ευωδίααρχ.1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους2. ευκολία στην αναπνοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εύπνο- (τού εύπνους) + κατάλ. -ια (πρβλ. δύσ-πνοια, σύμ-πνοια)].
Dictionary of Greek. 2013.